- σκάπετος
- και σκάπεδος, ἡ, Ατάφρος, λάκκος ή, κατ' άλλους, τάφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ- τού σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα -ετος (πρβλ. πάχ-ετος). Ο τ. σκάπεδος αναλογικά προς τα πέδον, δάπεδον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκάπετος — trench fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαπέτοιο — σκάπετος trench fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκάπετον — σκάπετος trench fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
копать — копаю, копаться, укр. копати, болг. копая, сербохорв. ко̀пати, ко̏па̑м, словен. kopati, kора̑m, чеш. kораti, слвц. kораt᾽, польск., в. луж. kорас, н. луж. kораs. Родственно лит. kapoti, kapoju колоть, рубить , лтш. kapât, ãju сечь, колоть , др … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κάπετος — κάπετος, ἡ (Α) 1. τάφρος, χαντάκι («ὄχθας καπέτοιο βαθείης», Ομ. Ιλ.) 2. τάφος («ἐς κοίλην κάπετον θέσαν», Ομ. Ιλ.) 3. αυλακοειδής οπή για εισδοχή μοχλού 4. σπαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού σκάπετος (< σκάπτω), με αποβολή τού αρκτικού σ ] … Dictionary of Greek
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek
σκαπέτωσις — ώσεως, ἡ, Α πιθ. κατασκευή τάφρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί σκάπετος με κατάλ. ωσις (από συνηρημένα ρ. σε ῶ / όω)] … Dictionary of Greek